- πρισματικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρίσμα.2. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος ή αποτελείται από πρίσματα: Πρισματικό σχήμα. – Πρισματική διόπτρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.