πρισματικός

πρισματικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρίσμα.
2. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος ή αποτελείται από πρίσματα: Πρισματικό σχήμα. – Πρισματική διόπτρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρισματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρίσμα 2. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος, πρισματοειδής 3. αυτός που αποτελείται από πρίσματα («πρισματική διόπτρα» διόπτρα τής οποίας το ανορθωτικό σύστημα δεν τό αποτελούν φακοί αλλά δύο ισοσκελή… …   Dictionary of Greek

  • ημιμορφία — Το φαινόμενο σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κέντρου συμμετρίας και πολική διαμόρφωση ενός κρυσταλλικού άξονα συμμετρίας. Οι ημιμορφικοί κρύσταλλοι δεν παρουσιάζουν παραλληλία όλων των εδρών τους ανά ζεύγη και… …   Dictionary of Greek

  • παρωτιδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρωτίδα 2. φρ. α) «παρωτιδικός αδένας» επιδερμικός ορώδης αδένας στο κεφάλι και το σώμα ορισμένων αμφιβίων β) «παρωτιδική θήκη» ο τρίγωνος πρισματικός χώρος, την κοιλότητα τού οποίου καλύπτει η παρωτίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”